Ο Αλφρέδος Νομπέλ και το βραβείο που κόντεψε να μην αθλοθετηθεί

imageΟταν ο Αλφρέδος Νομπέλ, ο Σουηδός εφευρέτης της δυναμίτιδας και άλλων ισχυρότερων εκρηκτικών, πέθανε το 1896, κληροδότησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, για την αθλοθέτηση πέντε ετήσιων βραβείων, που θα τιμούσαν την πρωτότυπη έρευνα. Τα βραβεία Νομπέλ Χημείας, Ιατρικής και Φυσικής αναδείχθηκαν ως τα πιο σημαντικά στους τομείς αυτούς. Δύο άλλες κατηγορίες, αυτές της Λογοτεχνίας και της Ειρήνης, παραμένουν πάντα αμφιλεγόμενες.

Λίγοι γνωρίζουν, όμως, ότι τα βραβεία Νομπέλ κόντεψαν να μην ιδρυθούν ποτέ, εξαιτίας της ερασιτεχνικής φύσης της διαθήκης του Σουηδού εφευρέτη. Το έγγραφο περιείχε πολλά λάθη και νομικές παραλήψεις. Ο Αλφρέδος έζησε για πολλά χρόνια στη Γαλλία, επισκεπτόταν συχνά το σπίτι του στη Σουηδία και συγκέντρωσε κεφάλαια σε πολλά μέρη του κόσμου, ενώ πέθανε από εγκεφαλικό στην εξοχική του έπαυλη στην Ιταλία.

Ο εκτελεστής της διαθήκης του Σουηδού εφευρέτη, δρ Ράγκναρ Σόλμαν, συγκέντρωσε σε μετρητά την περιουσία που ο Νομπέλ είχε κρύψει σε διάφορες θυρίδες γαλλικών τραπεζών, προτού μεταφέρει το μεγάλο ποσόν στο σουηδικό προξενείο, για να το φυγαδεύσει από τη χώρα. «Διέσχισα πολλές φορές το Παρίσι με άμαξα και ένα πιστόλι στην τσέπη μου, φοβούμενος επίθεση ληστών ή στημένο ατύχημα με άμαξα, αγαπημένη μέθοδος πολλών ληστών της γαλλικής πρωτεύουσας», διηγήθηκε ο Σόλμαν στην αυτοβιογραφία του.

Πρωτοπορία

Οι γενναιόδωρες προσφορές σε επιστημονικά ιδρύματα ή έπαθλα ήταν σπάνιες την εποχή του Νομπέλ. Στο μεταξύ, η θέσπιση ετήσιου βραβείου για οποιαδήποτε επιστήμη ήταν καινοτόμος και αμφιλεγόμενη. Η είδηση της πρωτοβουλίας του Νομπέλ έπεσε στη Σουηδία της εποχής σαν βόμβα. Οργισμένα μέλη της οικογένειας του Νομπέλ, που είχαν αποκληρωθεί, προσέβαλαν τη διαθήκη στα δικαστήρια. Ο Τύπος της χώρας, πολιτικοί άνδρες, αλλά και ο Σουηδός βασιλέας Όσκαρ Β’, καταδίκασαν την απόφαση του εφευρέτη.

Τα κέρδη του Νομπέλ προήλθαν από τις 355 κατατεθειμένες ευρεσιτεχνίες του, αλλά και από τα εργοστάσια που διατηρούσε σε πολλές χώρες. Ηγετικές μορφές του πολιτικού βίου της χώρας διαφώνησαν με τη «διασπάθιση» μίας σουηδικής περιουσίας με αλλοδαπούς αποδέκτες, ιδιαίτερα σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία πολλοί Σουηδοί ζούσαν σε συνθήκες ανέχειας.

Ο βασιλέας Όσκαρ Β’ άλλαξε, όμως, γνώμη, λίγο μετά τη δημιουργία του Ιδρύματος Νομπέλ το 1900, πιστεύοντας -δίκαια- ότι τα βραβεία θα ενίσχυαν την παγκόσμια εικόνα της Σουηδίας. Αν και ο βασιλέας Όσκαρ ήταν πολύ άρρωστος και δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει την πρώτη τελετή απονομής το 1901, οι διάδοχοί του απονέμουν κάθε χρόνο τα βραβεία, στις 10 Δεκεμβρίου, ημερομηνία θανάτου του Νομπέλ.

Στη διαθήκη του, ο εφευρέτης ανέφερε ότι ήθελε «να ανταμείψει όσους προσέφεραν τα μέγιστα στον κόσμο, κατά το τελευταίο έτος».

 

Η μυστική ιστορία του βραβείου

Πολλοί ιατροί και επιστήμονες αποκτούν εμμονή με το βραβείο από την περίοδο των μεταπτυχιακών τους σπουδών, εν μέρει χάρη στη μυστική φύση της διαδικασίας επιλογής, που θυμίζει σε πολλά το Βατικανό και την εκλογή νέου Πάπα. Λίγοι γνωρίζουν, όμως, τη μυστική ιστορία των βραβείων.

Τα στελέχη του Ινστιτούτου Νομπέλ απεχθάνονται την αμφισβήτηση, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία επιλογής των νικητών, ενώ οι κανόνες απαγορεύουν την κατάθεση προσφυγών από τους ηττημένους. Οι αποφάσεις της επιτροπής παρουσιάζονται ως ομόφωνες. Το Ινστιτούτο διαφυλάσσει την αξιοπιστία του μέσω του ενδελεχούς ελέγχου κάθε υποψηφιότητας.

 

Πολυτάραχος και εκρηκτικός βίος

Ο Αλφρέδος Νομπέλ γεννήθηκε στη Σουηδία, από πατέρα μηχανικό. Η οικογένεια μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, όταν ο Αλφρέδος ήταν εννέα ετών. Η εκπαίδευσή του έγινε κατ’οίκον από Ρώσους δασκάλους, ενώ ο μικρός Αλφρέδος έγινε πολύγλωσσος και αγάπησε τα ταξίδια.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1860, ο Νομπέλ άρχισε να πειραματίζεται με τη νιτρογλυκερίνη και άλλες εκρηκτικές ύλες, σε εργαστήριο που κατασκεύασε στο πατρικό του σπίτι. Το 1864, όμως, ο νεότερος αδελφός του, Έμιλ και τέσσερις άνθρωποι, σκοτώθηκαν σε εργαστηριακό δυστύχημα.

Παρά την τραγωδία, ο Αλφρέδος συνέχισε τις προσπάθειες. Το Μάιο του 1866, ο Νομπέλ παρουσίασε στη Νέα Υόρκη τις εκρηκτικές ιδιότητες της νιτρογλυκερίνης. Το 1867, ο εφευρέτης ανακάλυψε από λάθος, ότι όταν η νιτρογλυκερίνη έσταζε πάνω σε επιφάνεια σιλικόνης, σχημάτιζε παχύρευστη ουσία, πολύ πιο σταθερή και λιγότερο επικίνδυνη απο την υγρή νιτρογλυκερίνη. Ο Νομπέλ την ονόμασε δυναμίτιδα, κατέθεσε ευρεσιτεχνία για αυτήν και άρχισε την οικοδόμηση βιομηχανιών για την παραγωγή της στην Ευρώπη.

Ο Νομπέλ ήταν φιλάσθενος και υπέφερε από ημικρανίες, κατάθλιψη και στηθάγχη. «Δεν είναι ειρωνικό ότι οι ιατροί μου συνέστησαν τη λήψη νιτρογλυκερίνης, σαν σιρόπι;», έγραψε ο Νομπέλ σε επιστολή στον εκτελεστή της διαθήκης του, δρ Σόλμαν.

 

Τα βραβεία

Ο Νομπέλ δεν εξήγησε ποτέ γιατί επέλεξε τις πέντε αυτές κατηγορίες για τα βραβεία του. Η Χημεία και η Φυσική ήταν λογικές επιλογές, καθώς ο Αλφρέδος ήταν χημικός μηχανικός.

Το βραβείο Ιατρικής φαίνεται πως αντικατοπτρίζει την οικογενειακή κληρονομιά και τα προσωπικά του ενδιαφέροντα. Πρόγονος του Αλφρέδου από τον 17ο αιώνα, ο Ούλοφ Ρούντμπεκ ο Πρεσβύτερος, καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ανακάλυψε και περιέγραψε πρώτος τους ανθρώπινους λεμφαδένες. Οσο ζούσε, ο Αλφρέδος υπήρξε σημαντικός χρηματοδότης του ερευνητικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα, αλλά και του Ινστιτούτου Παβλόφ στη Μόσχα.

Ο Νομπέλ αντιμετώπιζε την κατάθλιψή του, γράφοντας λογοτεχνία, θέατρο και ποίηση, πράγμα που εξηγεί την αθλοθέτηση του βραβείου Λογοτεχνίας. Τα κίνητρα πίσω από το Νομπέλ Ειρήνης είναι, όμως, πιο δυσδιάκριτα. Πολλοί υπέθεσαν ότι ο Αλφρέδος θέλησε κατ’αυτόν τον τρόπο να εξιλεωθεί για την ανάπτυξη εκρηκτικών υλών. Τα εκρηκτικά του, όμως, εκτός από το βαλλιστίτη, δεν χρησιμοποιήθηκαν σε κανέναν πόλεμο, καθ’όλη τη διάρκεια ζωής του Νομπέλ. Αντίθετα, η δυναμίτιδα βοήθησε σημαντικά στην εξόρυξη μεταλλευμάτων, στη διάνοιξη αρδευτικών δικτύων, δρόμων και σηράγγων, όπως αυτής του Σεν Γκοτάρντ, στις Άλπεις μεταξύ Ιταλίας και Ελβετίας.

 

Προσωπικά δεδομένα

Ο Αλφρέδος δεν υπήρξε τυχερός στον έρωτα, δεν παντρεύτηκε ποτέ και έζησε μοναχική ζωή. Οταν μία ημέρα, ένας από τους αδελφούς του, του ζήτησε να συντάξει ένα βιογραφικό σημείωμα, ο Αλφρέδος έγραψε: «Αλφρέδος Νομπέλ – μία θλιβερή ημι-ζωή, που θα έπρεπε να έχει τερματισθεί με την ανθρωπιστική παρέμβαση ιατρού, την ώρα που το βρέφος έβγαινε κλαίγοντας στη ζωή». Ο Σουηδός βιογράφος του, Τόρε Φράνκσμιρ, λέει πως ο Αλφρέδος περιέγραφε συχνά τον εαυτό του ως καλοπροαίρετο μισάνθρωπο, λέγοντας: «Εχω πολλές βίδες λασκαρισμένες και είμαι ένας ιδεαλιστής που χωνεύει τη φιλοσοφία καλύτερα από το φαγητό».

Οι Σουηδοί εξεπλάγησαν που ο Νομπέλ συνέταξε μόνος τη διαθήκη του, χωρίς να συμβουλευθεί τους συγγενείς του ή ακόμη και τους εκτελεστές της. Η προχειρότητα του εγχειρήματος ήταν τέτοια, που ο Αλφρέδος κληροδότησε τη μεγάλη περιουσία του σε ίδρυμα, το οποίο δεν υπήρχε την εποχή του θανάτου του, υποχρεώνοντας τους κληρονόμους του να το δημιουργήσουν.

 

Ο Νομπέλ και οι Κανόνες

Η αδιαφορία του Νομπέλ για τις νομικές λεπτομέρειες δεν εκπλήσσει, όμως, αν λάβουμε υπόψη μας τις θέσεις του. «Οι δικηγόροι πρέπει να ζήσουν και αυτοί. Μπορούν, όμως, να το πετύχουν μόνο εάν πείσουν τους ανθρώπους ότι οι ευθείς γραμμές είναι στην πραγματικότητα τεθλασμένες», είχε πει ο Αλφρέδος.

Ο εκτελεστής της διαθήκης, κ. Σόλμαν, αναγκάσθηκε έτσι να πείσει τη σουηδική ακαδημία να απονείμει τα βραβεία, παρότι ο ιδρυτής τους δεν είχε αφήσει συγκεκριμένες οδηγίες. Τα πρώτα βραβεία απονεμήθηκαν σε γνωστούς επιστήμονες της εποχής. Ο Γερμανός Έμιλ φον Μπέρινγκ τιμήθηκε για τη δημιουργία εμβολίου κατά της διφθερίτιδας, ένας άλλος Γερμανός, ο Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν τιμήθηκε για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, ενώ ο Ολλανδός Γιακόμπους φαν Χοφ, κέρδισε Νομπέλ για την ανακάλυψη των Νόμων της Χημικής Δυναμικής και της Οσμωτικής Πίεσης στα διαλύματα.

Τα βραβεία τιμούν έτσι μία ανακάλυψη και όχι το σύνολο του επιστημονικού έργου κάποιου ερευνητή. Η διαδικασία επιλογής αρχίζει στα μέσα Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους, από εκείνο της απονομής, ενώ οι προτάσεις βράβευσης γίνονται από 3.000 επιστήμονες, από διάφορα μέρη του κόσμου.

Τα βραβεία Νομπέλ αντικατοπτρίζουν, ασφαλώς, την ίδια τους την εποχή. Ετσι, το 1949, η Ακαδημία τίμησε τον Πορτογάλο ιατρό, δρ Εγκάζ Μονίς, για τη μελέτη του γύρω από την αξία της λοβοτομής σε πολλές μορφές ψυχώσεων. Λίγες ημέρες μετά την απονομή, η έγκριτη ιατρική επιθεώρηση New England Journal of Medicine έγραφε: «η λοβοτομή ανοίγει το δρόμο για τη νέα ψυχιατρική».

Του Lawrence Altman
The New York Times